ΑΚΟΗ ΚΑΙ ΝΕΥΡΟΠΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ

 Ο εγκέφαλος είναι ένα εξαιρετικά εύπλαστο όργανο. Ο εγκέφαλος δεν σταματά ποτέ να εξελίσσεται. Μέχρι πριν από μία εικοσαετία, οι επιστήμονες πίστευαν ότι ο εγκέφαλος δεν αναπτύσσεται άλλο μετά την ολοκλήρωση της νηπιακής περιόδου μάθησης. Νευροπλαστικότητα είναι η εγγενής ικανότητα του εγκεφαλικού ιστού να αναδιοργανώνεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Αυτό το πετυχαίνει είτε δημιουργώντας νέες συνδέσεις μέσα στο δίκτυο των νευρώνων του είτε αναδιοργανώνοντας λειτουργικά τις υπάρχουσες δομές. Όταν μαθαίνουμε ή απομνημονεύουμε κάτι νέο, πρέπει να συμβαίνουν αλλαγές στη λειτουργία του εγκεφάλου, οι οποίες αντιστοιχούν στη νέα γνώση.

«Σύμφωνα με τις θεωρίες τις νευροπλαστικότητας και της κριτικής περιόδου ανάπτυξης υπάρχουν χρονικές περίοδοι που το κεντρικό νευρικό σύστημα είναι περισσότερο ευαίσθητο στις πληροφορίες του περιβάλλοντος για την ανάπτυξη συγκεκριμένων ικανοτήτων. Έχει υποστηριχθεί ότι η ικανότητα πλαστικότητας του ακουστικού συστήματος είναι πιo αναπτυγμένη τα πρώτα τρία έως τέσσερα έτη της ζωής ενώ αντίθετα αυτή ελαχιστοποιείται μετά το δέκατο έτος. Ο αντίκτυπος αυτών των ορίων ηλικίας στην εκπαίδευση των κωφών παιδιών είναι περισσότερο από σημαντικός, δεδομένου ότι τα ακουστικά βοηθήματα ή τα κοχλιακά εμφυτεύματα πρέπει να εφαρμοστούν κατά τη διάρκεια του χρόνου της μέγιστης νευροπλαστικότητας προκειμένου να αποκομιστεί το μέγιστο όφελος….Οι ευαίσθητες περίοδοι κατά τη διάρκεια των οποίων το αναπτυσσόμενο κεντρικό νευρικό σύστημα μπορεί ευκολότερα να χρησιμοποιήσει και να διαμορφώσει τη γλωσσική δομή είναι δυνατόν να ποικίλουν ως λειτουργία των στοιχείων της γλώσσας. Όσον αφορά στη φωνολογία , αυτή μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ των 6 μηνών της εμβρυϊκής ζωής και του 12ου μήνα της βρεφικής ηλικίας…. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι η έγκαιρη διάγνωση και η κατάλληλη αντιμετώπιση παιδιών με προβλήματα ακοής έχει ουσιαστικά πλεονεκτήματα. Σε μία από αυτές τις μελέτες, τη μελέτη Colorado, πραγματοποιήθηκε αναδρομική σύγκριση παιδιών με πρόβλημα ακοής , τα οποία παρακολουθήθηκαν για περισσότερο από μια δεκαετία. Τα παιδιά είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα αποτελούνταν από παιδιά στα οποία η βαρηκοΐα είχε διαγνωστεί στους πρώτους 6 μήνες της ζωής, ενώ η δεύτερη ομάδα αποτελούνταν από παιδιά στα οποία η διάγνωση είχε γίνει μετά την ηλικία των 6 μηνών. Και οι δύο ομάδες ενσωματώθηκαν σε ειδικά προγράμματα εκπαίδευσης, που περιλάμβαναν και τον κατάλληλο τρόπο ενίσχυσης του ακουστικού ερεθίσματος, ανάλογα με την ιδιαιτερότητα του κάθε παιδιού. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι ανεξαρτήτως του βαθμού απώλειας της ακουστικής ικανότητας, τα παιδιά που αναγνωρίστηκαν ως βαρήκοα και αντιμετωπίστηκαν νωρίς ανέπτυξαν ικανότητες λόγου και επικοινωνίας που κυμαίνονταν στα φυσιολογικά για την ηλικία τους όρια. Η πρόοδος που σημείωσε σε αυτούς τους τομείς η συγκεκριμένη ομάδα ήταν στατιστικά πιο σημαντική από εκείνη που παρουσίασε η ομάδα των παιδιών στα οποία το πρόβλημα της ακοής είχε διαγνωστεί μετά την ηλικία των 6 μηνών. Σε μια ανάλογη μελέτη που έγινε στη Μεγάλη Βρετανία , Ο Robinshaw συνέκρινε τρείς ομάδες παιδιών (93). Η πρώτη ομάδα περιλάμβανε παιδιά με σοβαρού (71-90 dB) έως πολύ σοβαρού (>90 dB) βαθμού βαρηκοΐα, στα οποία τοποθετήθηκε ακουστικό βαρηκοΐας πριν την ηλικία των 6 μηνών. Η δεύτερη ομάδα περιλάμβανε παιδιά με φυσιολογική ακοή και χρησίμευσε ως ομάδα ελέγχου. Η τρίτη ομάδα περιλάμβανε παιδιά με σοβαρού έως πολύ σοβαρού βαθμού βαρηκοΐα, στα οποία η διάγνωση έγινε κατά μέσο όρο στην ηλικία των 27 μηνών. Τα παιδιά της πρώτης ομάδας ανέπτυξαν παρόμοιες ικανότητες λόγου και επικοινωνίας με τα φυσιολογικά ακούοντα παιδιά της δεύτερης ομάδας. Τα παιδιά της τρίτης ομάδας όμως παρουσίασαν σημαντική καθυστέρηση συγκριτικά με τα παιδιά των δύο προηγούμενων ομάδων. Βεβαίως τίποτε δεν είναι απόλυτο και οι διαφορές αυτές θα μπορούσαν να αποδοθούν και σε άλλους παράγοντες, όπως πιθανόν η επιλογή των παιδιών , ο μικρός αριθμός των παιδιών στις μελέτες αυτές, η διαφορετική αντιμετώπιση και η εκπαιδευτική παρέμβαση. Σε γενικές γραμμές, όμως, ισχύει ότι η αντιμετώπιση του κωφού παιδιού πρέπει να γίνεται όσον το δυνατόν νωρίτερα, καθώς η στέρηση των ακουστικών ερεθισμάτων θα δημιουργήσει κενά στον προφορικό λόγο και στη γλώσσα, τα οποία είναι δύσκολο να καλυφθούν αργότερα». Καθ. Αριστείδης Αθανασιάδης-Σισμάνης ”Ωτορινολαρυγγολογία”.

Call Now Button